- ἡμισάκιον
- ἡμι-σάκιον, τό, (σάκος or σάκκος)A half-sack,
σησάμων Poll.10.169
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σησάμων Poll.10.169
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημισάκιον — ἡμισάκιον, τὸ (Α) μισός σάκος … Dictionary of Greek
ἡμισάκιον — half sack neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek